WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| encounter [sth]⇒ vtr | (experience a problem) | αντιμετωπίζω ρ μ |
| | | συναντώ ρ μ |
| | | έρχομαι αντιμέτωπος με κτ έκφρ |
| | He encountered many problems at the remote site. |
| | Αντιμετώπισε πολλά προβλήματα σε εκείνον τον απομονωμένο τόπο. |
| | Συνάντησε πολλά προβλήματα σε εκείνον τον απομακρυσμένο τόπο. |
| encounter [sb]⇒ vtr | (meet unexpectedly) | συναντώ κπ τυχαία ρ μ + επίρ |
| | (μεταφορικά) | πέφτω πάνω σε κπ έκφρ |
| | He encountered his ex-girlfriend at the bar. |
| | Συνάντησε τυχαία την πρώην κοπέλα του στο μπαρ. |
| encounter [sth]⇒ vtr | (find) | βρίσκω, ανακαλύπτω ρ μ |
| | They encountered three dead bodies in the old house. |
| | Βρήκαν (or: ανακάλυψαν) τρία πτώματα μέσα στο παλιό σπίτι. |
| encounter n | (unexpected meeting) (τυχαία, συμπτωματική) | συνάντηση ουσ θηλ |
| | (λαϊκό) | συναπάντημα ουσ ουδ |
| | The encounter with his old girlfriend was awkward. |
| | Η τυχαία συνάντηση με την πρώην του ήταν κάπως άβολη. |
| | ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Είχαμε ένα συναπάντημα με την πρώην γυναίκα μου στο γάμου του Νίκου. |
| encounter n | (combative meeting) (καθομιλουμένη) | καβγάς, καυγάς ουσ αρσ |
| | (λόγιο) | διαπληκτισμός ουσ αρσ |
| | Bob and Joe's encounter left them both with hurt feelings. |
| | Ο καβγάς του Μπομπ με τον Τζο προκάλεσε και στους δύο μεγάλη λύπη. |
| Επιπλέον μεταφράσεις |
| encounter n | (meeting) | συνάντηση ουσ θηλ |
| | | ραντεβού ουσ ουδ άκλ |
| | The lovers arranged an encounter at midnight, behind the chapel. |
| | Οι εραστές κανόνισαν μια συνάντηση τα μεσάνυχτα, πίσω από το παρεκκλήσι. |
| | Οι εραστές κανόνισαν ένα ραντεβού τα μεσάνυχτα, πίσω από το παρεκκλήσι. |
| encounter [sb/sth]⇒ vtr | (military: meet in conflict) | αντιμετωπίζω ρ μ |
| | They encountered the enemy off the coast of Spain. |
| | Αντιμετώπισαν τον εχθρό στα ανοιχτά της ακτής της Ισπανίας. |